ὀνειραιτησία

ὀνειραιτησία
ὀνειραιτ-ησία, ,
A obtaining of revelations in a dream, PMag.Berol. 1.329 (ὀνειροτ- Pap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ονειραιτησία — ὀνειραιτησία, ἡ (Α) [ονειραιτητώ] η απόσπαση αποκαλύψεων με τη διαδικασία ερμηνείας ονείρων …   Dictionary of Greek

  • ὀνειραιτησίας — ὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησία obtaining of revelations in a dream fem acc pl ὀνειραιτησίᾱς , ὀνειραιτησία obtaining of revelations in a dream fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”